περισπείρω

περισπείρω
Α
σπείρω κυκλικά, διασπείρω, διασκορπίζω ολόγυρα («ἀπεράντους ζητήσεις καὶ λογομαχίας περισπείροντες», Γρηγ. Θαυμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • περισπόρια — τὰ, Α [περισπείρω] τα προάστια («δοῡναι ἡμῑν πόλεις κατοικεῑν καί τὰ περισπόρια τοῑς κτήνεσιν ἡμῶν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”